- πολύγνωστος
- πολῠ-γνωστος, ον, = sq., Vett. Val.15.9, Paul.Al.L.3, Tz.H.13.507.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύγνωστος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύγνωστον — πολύγνωστος masc/fem acc sg πολύγνωστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγνώστους — πολύγνωστος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύγνωστοι — πολύγνωστος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύγνωτος — Όνομα δύο αρχαίων Ελλήνων καλλιτεχνών. 1. Ζωγράφος από τη Θάσο (α΄ μισό του 5ου αι. π.Χ.), γιος του ζωγράφου Αγλαοφώντα, από τον οποίο διδάχτηκε την τέχνη του. Τίποτα δεν σώζεται από τα έργα του, τα οποία ωστόσο περιγράφει λεπτομερώς ο Παυσανίας … Dictionary of Greek